-
1 спутник
спутник м 1) о συνταξιδιώτης, о συνοδοιπόρος 2) астр. о δορυφόρος; искусственный \спутник Земли о τεχνητός δορυφόρος της Γης, ο σπούτνικ* * *м1) ο συνταξιδιώτης, ο συνοδοιπόρος2) астр. ο δορυφόροςиску́сственный спу́тник Земли́ — ο τεχνητός δορυφόρος της Γης, ο σπούτνικ
-
2 спутиик
спу́тии||км1. ὁ συνοδοιπόρος, ὁ συ-νοδίτης, ὁ συνταξιδιώτης·2. астр. ὁ δορυφόρος:искусственный \спутиик Земли́ ὁ τεχνητός δορυφόρος τής γής, ὁ σπούτνικ. -
3 спутник
-а α. -ца, -ы θ.1. συνοδοιπόρος, συνοδίτης, συνταξιδιώτης, -ισσα. || σύμ-βιος, σύνευνος, σύντροφος στη ζωή.2. (αστρν.) δορυφόρος•луна спутник - земли το φεγγάρι είναι δορυφόρος της γης.
3. μτφ. συνακόλουθος.εκφρ.искусственный спутник – τεχνητός δορυφόρος, σπούτνικ.
См. также в других словарях:
δορυφόρος — ο 1. ουράνιο σώμα που περιστρέφεται γύρω από έναν πλανήτη: Η Σελήνη είναι δορυφόρος της Γης. 2. φρ., «τεχνητός δορυφόρος», σώμα που εκτοξεύεται από τη Γη προς το διάστημα με σκοπό να αποκτήσει προσχεδιασμένη τροχιά γύρω από έναν πλανήτη ή τη Γη.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… … Dictionary of Greek
ταχύτητα — Στη φυσική, ανυσματικό μέγεθος που εκφράζει την ταχύτητα με την οποία ένα κινητό σημείο διατρέχει την τροχιά του· η τ. συνήθως ορίζεται αν το διάστημα που έχει διανυθεί διαιρεθεί διά του χρόνου που απαιτήθηκε για να διανυθεί. Η έννοια της τ.… … Dictionary of Greek
στάσιμος — η, ο / στάσιμος, ον ΝΜΑ [στάσις] 1. αυτός που δεν κινείται, ακίνητος (α. «στάσιμα νερά» β. «στάσιμα ὕδατα», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το στάσιμο(ν) χορικό άσμα τής αρχαίας τραγωδίας το οποίο εκτελούσε ο χορός ανάμεσα σε δύο επεισόδια κατά τη… … Dictionary of Greek